- πολυσμάραγος
- -ον, Α(για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο-σμάραγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσμαράγοιο — πολυσμάραγος loud roaring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσμαράγοις — πολυσμάραγος loud roaring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσφάραγος — ον, ΜΑ πολυσμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τσυρίζω, τρίζω», πρβλ. βαρυ σφάραγος] … Dictionary of Greek